Η αγορά ακινήτων αποτελούσε πάντοτε ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής οικονομίας. Στη χώρα μας, για πολλές δεκαετίες μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η αγορά ακινήτων αποτελούσε το μοναδικό μέσο μακροπρόθεσμης αποταμίευσης, που να μπορούσε να το προστατέψει από τον πληθωρισμό. Σήμερα, η μεν κατοχή ακινήτων αποτελεί το 90% του συνολικού πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών, η δε ιδιωτική επένδυση σε ακίνητα αποτελεί περίπου το 20% των συνολικών επενδύσεων. Κάτι τέτοιο έχει σαν αποτέλεσμα οι εξελίξεις στις τιμές των ακινήτων, μέσω της επίδρασής τους στον ιδιωτικό πλούτο, να επηρεάζουν τις αποταμιευτικές επιλογές, καθώς και την εμπιστοσύνη των νοικοκυριών που με τη σειρά τους αποτελούν τους κύριους παράγοντες ώθησης του οικονομικού κύκλου και της ανάπτυξης γενικότερα. Οι Έλληνες αποταμιευτές μπορούν πλέον να επενδύουν στην αγορά ακινήτων μέσω νέων χρηματοοικονομικών εργαλείων, όπως είναι οι Εταιρείες Επενδύσεων σε Ακίνητη Περιουσία, τα λεγόμενα Real Estate Investment Trusts (REITs) και οι ιδιωτικές τοποθετήσεις στα λεγόμενα Private Equity Real Estate Funds. Τα χρηματοοικονομικά αυτά εργαλεία που έχουν την αφετηρία τους στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και έχουν βρει μεγάλη απήχηση στο επενδυτικό κοινό είναι ακόμη σε πολύ πρώιμα στάδια στην ελληνική αγορά του real estate. Σε σύνολο τα REITs ή μετοχές τύπου REITs υπάρχουν σε δεκαεπτά χώρες παγκοσμίως. Ήδη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών έχουν εισαχθεί οι μετοχές δύο Εταιρειών Επενδύσεων Ακίνητης Περιουσίας και συγκεκριμένα της Πειραιώς Επενδυτικής Ακίνητης Περιουσίας και της Eurobank Properties. Στην παρούσα εργασία επιχειρείται η σκιαγράφηση των παραγόντων που συμβάλλουν στη διαμόρφωση των τιμών των ακινήτων διεθνώς και η διερεύνηση της σχετικής ελληνικής εμπειρίας κατά την τελευταία δεκαετία. Παράλληλα γίνεται ανάλυση του νέου χρηματοοικονομικού εργαλείου για τα ελληνικά δεδομένα και συγκεκριμένα των Εταιρειών Επενδύσεων Ακίνητης Περιουσίας.