Gobakis Konstantinos, Κολοκοτσα Διονυσια, Kolokotsa Dionysia, Μαραβελακη Παγωνα, Maravelaki Pagona-Noni, Santamouris, Matheos, 1956, Λαζαριδης Μιχαηλ, Lazaridis Michail, Τσουτσος Θεοχαρης, Tsoutsos Theocharis, Περδικατσης Βασιλης, Perdikatsis Vasilis, Ξεκουκουλωτακης Νικος, Xekoukoulotakis Nikos, Επιβλέπων: Κολοκοτσα Διονυσια, Advisor: Kolokotsa Dionysia, Μέλος επιτροπής: Λαζαριδης Μιχαηλ, Committee member: Lazaridis Michail, Μέλος επιτροπής: Τσουτσος Θεοχαρης, Committee member: Tsoutsos Theocharis, Μέλος επιτροπής: Περδικατσης Βασιλης, Committee member: Perdikatsis Vasilis, Μέλος επιτροπής: Ξεκουκουλωτακης Νικος, and Committee member: Xekoukoulotakis Nikos
Περίληψη: Τις τελευταίες δεκαετίες έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση στον αστικό πληθυσμό του πλανήτη. Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του αστικού περιβάλλοντος είναι η υπερθέρμανση των πόλεων. Τα κτίρια και τα αστικά δομικά υλικά διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην υπερθέρμανση των πόλεων. Επιπλέον, τα κτίρια ευθύνονται για το 40% της παγκόσμιας κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας. Ως εκ τούτου, υπάρχει επείγουσα ανάγκη για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων μέσω προηγμένων υλικών. Το αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι η ανάπτυξη, πειραματική αξιολόγηση και ενσωμάτωση των ψυχρών επιχρισμάτων στο δομημένο περιβάλλον. Η εισαγωγή των ψυχρών επιχρισμάτων οδηγεί σε εξοικονόμηση ενέργειας και καλύτερη ποιότητα περιβάλλοντος τόσο στα κτίρια όσο και στους εξωτερικούς χώρους. Η παρούσα εργασία διαρθρώνεται σε επτά κεφάλαια. Στο Κεφάλαιο 1 δίνεται μια εισαγωγή στα ψυχρά υλικά. Επιπλέον παρουσιάζεται η στάθμη περιεχομένου, οι ερευνητικοί στόχοι και η μεθοδολογία της διατριβής. Το Κεφάλαιο 2 είναι αφιερωμένο στον πειραματικό εξοπλισμό που χρησιμοποιήθηκε για τον χαρακτηρισμό, την ανάπτυξη και τη μέτρηση των ψυχρών επιχρισμάτων. Στο Κεφάλαιο 3 παρουσιάζεται η ανάπτυξη και η δοκιμή των ανόργανων ψυχρών επιχρισμάτων. Παρέχεται λεπτομερής ανάλυση των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για τη κατασκευή τους. Είκοσι δύο ψυχρά επιχρίσματα αναπτύσσονται και υποβάλλονται σε πειραματικές μετρήσεις. Οι μετρήσεις περιλαμβάνουν τη μέτρηση της ανακλαστικότητας στην ηλιακή ακτινοβολία και τον συντελεστή εκπομπής υπέρυθρης ακτινοβολίας. Τέλος, τα ψυχρά επιχρίσματα εκτίθενται στο εξωτερικό περιβάλλον και μετριέται η ικανότητά τους να μειώνουν την επιφανειακή θερμοκρασία. Το καλύτερο ψυχρό επίχρισμα παρουσίασε μείωση της επιφανειακής θερμοκρασίας έως και 7K. Στο Κεφάλαιο 4 παρουσιάζεται η ανάπτυξη και δοκιμή των θερμοχρωμικών επιχρισμάτων. Δύο κύριες οικογένειες θερμοχρωμικών επιχρισμάτων αναπτύσσονται και υποβάλλονται σε πειραματικές μετρήσεις: ανόργανες και οργανικές. Παρουσιάζεται η σύνθεση και ο χαρακτηρισμός του ανόργανου θερμοχρωμικού επιχρίσματος. Επιπλέον, τρία εμπορικά διαθέσιμα οργανικά θερμοχρωμικά επιχρίσματα χρησιμοποιούνται. Αξιολογείται η ανακλαστικότητα στην ηλιακή ακτινοβολία και ο συντελεστή εκπομπής υπέρυθρης ακτινοβολίας όλων των θερμοχρωμικών επιχρισμάτων. Επιπλέον, η θερμοκρασία επιφανείας των θερμοχρωμικών επιχρισμάτων μετράται να είναι έως 5Κ χαμηλότερη, σε σύγκριση με το συμβατικό επίχρισμα με το ίδιο χρώμα. Στο Κεφάλαιο 5 αναλύεται η επίδραση της περιβαλλοντικής γήρανσης στα ψυχρά επιχρίσματα. Όλα τα επιχρίσματα εκτίθενται στις εξωτερικό περιβάλλον. Η αρχική και τελική ανακλαστικότητα στην ηλιακή ακτινοβολία και ο συντελεστή εκπομπής υπέρυθρης ακτινοβολίας μετριούνται. Τα ανόργανα ψύχρα επιχρίσματα παρουσίασαν μικρή μείωση στην ανακλαστικότητα στην ηλιακή ακτινοβολία και στον συντελεστή εκπομπής υπέρυθρης ακτινοβολίας. Τα θερμοχρωμικα επιχρίσματα παρουσίασαν μικτά αποτελέσματα. Η επίδραση των εξωτερικών συνθηκών στα ανόργανα θερμοχρωμικά είναι αμελητέα. Ενώ παρατηρείται σημαντική αποδόμηση για τα οργανικά θερμοχρωμικά επιχρίσματα. Στο Κεφάλαιο 6 εξετάζονται οι αλλαγές στα κτίρια και στο εξωτερικό περιβάλλον με τη χρήση των αναπτυγμένων ψυχρών επιχρισμάτων. Οι επιδράσεις των αναπτυγμένων επιχρισμάτων σε καλά και μη καλά μονωμένο κτίριο υπολογίζονται χρησιμοποιώντας το ESP-r. Όλα τα επιχρίσματα συμβάλλουν στην ενεργειακή μείωση τόσο των καλά και μη μονωμένων κτιρίων κατά 5-14% σε ετήσια βάση. Επιπλέον, υπολογίζεται η επίδραση των ψυχρών επιχρισμάτων στο αστικό περιβάλλον. Αναπτύχτηκε μια νέα μέθοδος για την έμμεση σύζευξη του προηγμένου λογισμικού θερμικής μοντελοποίησης κτιρίου και μικροκλιματικής μοντελοποίησης. Αναφέρεται η σημασία της σύζευξης του εξωτερικού και του εσωτερικού περιβάλλοντος. Οι μικροκλιματικές συνθήκες της υπό διερεύνηση περιοχής μπορεί να οδηγήσουν σε ± 10% αλλαγή των αναγκών θέρμανσης/ψύξης. Εάν η ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των δύο πεδίων ορισμού περιλαμβάνει την ανταλλαγή του συντελεστή μεταφοράς θερμότητας με μεταφορά, η διαφορά στις ανάγκες θέρμανσης / ψύξης μπορεί να φτάσει έως και ± 50%. Summarization: In recent decades, a significant increase in the world’s urban population has been recorded. One of the major problems of the cities’ environment is the urban overheating. Buildings and urban construction materials play an important role in the urban overheating. Moreover buildings are responsible for 40% of the world’s primary energy consumption. Therefore, there is an urgent need to improve the buildings’ energy performance through advanced materials. The scope of the present thesis is to develop, test and integrate cool coatings into the built environment. The introduction of cool coatings leads to energy saving and better living conditions for the people. The present thesis is structured in seven chapters. In Chapter 1 an introduction into cool materials is given. Moreover, the state of the art, research objective and methodology of the thesis is presented. Chapter 2 is devoted to the experimental equipment used for the characterization, development and measurement of the cool coatings. In Chapter 3 the development and testing of the mineral based cool coating is presented. A detailed analysis for the raw materials used for the formulation of the cool coatings using X-ray diffraction is presented. Twenty two cool coatings are developed, characterised and tested. Their characterization includes the measurement of solar reflectance and infrared emittance. Finally, the cool coatings are exposed to the environment and their ability to reduce the surface temperature is measured. The best performing developed cool coating showed reduction of the surface temperature is up to 7.2K. In Chapter 4 the development and testing of the thermochromic based cool coatings is presented. Two main families of thermochromic coatings are discussed: inorganic and organic. The synthesis and characterization of the inorganic thermochromic coatings is presented. Three commercially available organic thermochromic coatings are developed. The solar reflectance and infrared emittance of all thermochromic coatings is measured. Furthermore, the surface temperature of the coatings is measured to be 5.5K compared to the conventional coating with the same colour. In Chapter 5 the ageing effect of the environment on the cool coatings is discussed. All coatings are exposed to the outdoor conditions. The initial and aged solar reflectance and infrared emittance are measured. The mineral based cool coating presented small decrease in the solar reflectance and infrared emittance. The thermochromic coatings presented mixed results. The effect on the outdoor conditions on the inorganic thermochromics is negligible. While significant degradation is observed for the organic thermochromic coatings. In Chapter 6 the changes on buildings and surrounding areas by the use of the developed cool coatings are examined. The effects of the developed coatings on a well and poor insulated building are calculated using advanced thermal modelling software. All coatings contribute to the energy efficiency of both well and poor insulated buildings by 5-14% on annual basis. Moreover, the impact of cool coatings on the urban environment is calculated. A novel method has been developed on indirect coupling of the building advanced thermal modelling and microclimatic modelling software. The importance of coupling the external and internal environment is presented. The microclimatic condition of the under investigation area can lead to difference of ±10% in power for heating/cooling needs when the local microclimatic conditions are introduced to the weather file. If the exchange of data between the 2 domains includes the exchange of the Convective Heat Transfer Coefficient, the difference in heating/cooling needs can be as high as ±50%.