Στη παρούσα διατριβή περιγράφεται η σύνθεση, ο χαρακτηρισμός και διάφορες μελέτες βιολογικού ενδιαφέροντος νέων συμπλόκων του λευκοχρύσου(ΙΙ) και του ρουθηνίου(ΙΙ) που περιέχουν δικαρβοξυλικούς υποκαταστάτες, ως ενδεχόμενα αντικαρκινικά και αντιμεταστατικά μέσα. Για τη σύνθεση των συμπλόκων λευκοχρύσου χρησιμοποιήθηκε μια καινούργια και πολύ ελπιδοφόρα τεχνική, η σύνθεση μέσω στερεάς φάσης. Σύμφωνα με αυτή δύο αμινοξέα προσκολλούνται διαδοχικά σε μια ρητίνη, στη συνέχεια προσκολλάται ένας «σύνδεσμος» και μετά γίνεται η σύμπλεξη του λευκοχρύσου. Εναλλακτικά, πρώτα γίνεται η σύνθεση του συμπλόκου «σύνδεσμος»-Pt και στη συνέχεια αυτό προσκολλάται στο διπεπτίδιο. Το τελικό στάδιο και στις δύο πορείες είναι η αποκοπή της ρητίνης και η παραλαβή του ελεύθερου συμπλόκου. Απομονώθηκαν δύο νέα σύμπλοκα, το Β614 και Β617, στα οποία το διπεπτίδιο ήταν το διπεπτίδιο γλυκίνη-γλυκίνη. Στο Β614 το άκρο του «συνδέσμου» ήταν ένα δικαρβοξύλιο στο οποίο ο PtII ήταν δεσμευμένος χηλικά ενώ οι άλλες δύο θέσεις στη σφαίρα σύνταξης του μετάλλου ήταν κατειλημμένες από δύο μόρια ΝΗ3. Στο Β617 το άκρο ήταν ένα τμήμα αιθυλενοδιαμίνης (en) στην οποία ο PtII ήταν και πάλι δεσμευμένος χηλικά ενώ οι άλλες δύο θέσεις ήταν κατειλημμένες από τον δισθενή χηλικό υποκαταστάτη 1,1- κυκλοβούτανο δικαρβοξυλικό ιόν (1,1-cyclobutane dicarboxylate, cbdc). Τα αρχικά αντιδραστήρια, τα ενδιάμεσα προϊόντα και τα τελικά σύμπλοκα χαρακτηρίσθηκαν με φασματοσκοπία NMR (1H, 195Pt) και φασματομετρία μάζας (MS). Τα σύμπλοκα του ρουθηνίου συντέθηκαν με τους παραδοσιακούς τρόπους (σε διάλυμα) καθώς πολύ λίγα είναι γνωστά για την αλληλεπίδραση δικαρβοξυλίων με ιόντα RuΙΙ. Οι δικαρβοξυλικοί υποκαταστάτες που χρησιμοποιήθηκαν ήταν: τα οξαλικά (oxalate, ox), τα μηλονικά (malonate, mal), τα ηλεκτρικά (succinate, suc) και τα 1,1-κυκλοβούτανοδιικά (cbdc) ιόντα. Τα σύμπλοκα που απομονώθηκαν, ανάλογα με τις συνθήκες, ήταν 1) μονομερή (στα οποία ο υποκαταστάτης δρα δισχιδως/χηλικά): K[fac-RuCl(dmso-S)3(η2-ox-O,O/)] (B71), fac-[Ru(dmso-S)3(dmso-O)(η2-ox-O,O/)] (B73), K[fac-RuCl(dmso-S)3(η2-mal-O,O/)]·2H2O (B81), fac-[Ru(dmso-S)3(dmso-O)(η2-mal-O,O/)] (Β82), K[fac- RuCl(dmso-S)3(η2-cbdc-O,O/)]·2H2O (B91), 2) διμερή (στα οποία ο υποκαταστάτης δρα ως γέφυρα, με το κάθε καρβοξύλιο να συμπλέκεται μονοσχιδώς): {fac-Ru(dmso-S)3(H2O)(μ-mal-O,O/)}2 (Β83), {fac-Ru(dmso- S)3(H2O)(μ-cbdc-O,O/)}2 (Β92), {fac-Ru(dmso-S)3(NH3)(μ-cbdc-O,O/)}2 (Β93), {fac-Ru(dmso-S)3(H2O)(μ-suc- O,O/)}2 (Β101), 3) διμερή (στα οποία ο υποκαταστάτης δρα δισ-δισχιδώς): [{fac-Ru(dmso-S)3(Cl)}2(η4,μ-ox)] (B72), [{fac-Ru(dmso-S)3(dmso-O)}2(η4,μ-ox)](CF3SO3)2 (B74) και 4) τετραμερές (στο οποίο ο υποκαταστάτης δρα χηλικά και συγχρόνως γέφυρα μέσω του ενός από τα δύο ελεύθερα άτομα οξυγόνου): {fac-Ru(dmso- S)3(η3,μ-ox)}4 (Β75). Όλα τα σύμπλοκα χαρακτηρίσθηκαν πλήρως με στοιχειακή ανάλυση και διάφορες φασματοσκοπικές μεθόδους όπως NMR (1H, 13C, COSY, HMQC), IR, UV-Vis. Επίσης οι μοριακές δομές των συμπλόκων Β72, Β74, Β75, Β81, Β82, Β83, Β92, Β93 και Β101 προσδιορίσθηκαν με κρυσταλλογραφία ακτίνων-Χ. Μελετήθηκε εκτενώς η χημική συμπεριφορά αυτών των συμπλόκων εντός υδατικών διαλυμάτων και πραγματοποιήθηκαν in vitro βιολογικές δοκιμασίες για να εκτιμηθεί η ενδεχόμενη αντικαρκινική τους δράση.